- παγκάκιστος
- -η, -ο (Μ παγκάκιστος, -ον)1. (κυρίως σε συναξάρια για τον διάβολο) γεμάτος κακία, μοχθηρός2. προσωνυμία μερικών αυτοκρατόρων ή αρχόντων τού Βυζαντίου οι οποίοι υπήρξαν διώκτες τού χριστιανισμού.[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + κάκιστος].
Dictionary of Greek. 2013.